κατοπτεύει

κατοπτεύει
κατοπτεύω
spy out
pres ind mp 2nd sg
κατοπτεύω
spy out
pres ind act 3rd sg
κατοπτεύω
spy out
pres ind mp 2nd sg
κατοπτεύω
spy out
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βοοσκόπος — βοοσκόπος, ον (Α) αυτός που προσέχει τα βόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + σκοπος < σκοπός «αυτός που κατοπτεύει, παρατηρεί, παρακολουθεί με προσοχή»] …   Dictionary of Greek

  • κατοπτευτής — κατοπτευτής, ὁ (Α) [κατοπτεύω] αυτός που κατοπτεύει, που κατασκοπεύει …   Dictionary of Greek

  • κατόπτης — ο (Α κατόπτης) αυτός που κατοπτεύει, ο παρατηρητής, ο κατάσκοπος αρχ. 1. εξερευνητής 2. αυτός που επιβλέπει, που διευθύνει («ὦ Ζεῡ διόπτα καὶ κατόπτα πανταχῆ», Αριστοφ.) 3. αυτόπτης («αὐτὸς κατόπτης δ εἴμ ἐγὼ τῶν πραγμάτων», Αισχύλ.) 4. στον πληθ …   Dictionary of Greek

  • οπτήρας — ο (Α ὀπτήρ) νεοελλ. ναυτ. ναύτης σκοπός στον ιστό πλοίου που έχει την αποστολή να εποπτεύει τη θάλασσα και τον ορίζοντα ώστε να εντοπίζει έγκαιρα άλλα πλοία, σημεία ξηράς, ενδεχόμενους άλλους κινδύνους αρχ. 1. αυτός που κατοπτεύει, σκοπός ή… …   Dictionary of Greek

  • παρατηρητής — ο, θηλ. παρατηρήτρια, ΝΑ [παρατηρώ] αυτός που παρατηρεί, που ενεργεί παρατηρήσεις, που εξετάζει, που διερευνά κάτι νεοελλ. 1. στρ. αυτός που κατοπτεύει τις κινήσεις τού εχθρού από παρατηρητήριο, αεροπλάνο κ.λπ. 2. α) εντεταλμένος αντιπρόσωπος… …   Dictionary of Greek

  • σκόπελος — I Ημιορεινός οικισμός (1861 κάτ., υψόμ. 150), στην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Βρίσκεται στα νότια του νομού και της επαρχίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (42 τ. χλμ., 2006 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”